- καλοσύντυχος
- κᾰλο-σύντῠχος, ον,A sociable, Zonar.s.v. εὔθειος.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλοσύντυχος — καλοσύντυχος, ον (Μ) κοινωνικός, αυτός που κάνει καλή συντροφιά, ο καλός στις συναναστροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * + συντυχαίνω «συνομιλώ, κουβεντιάζω»] … Dictionary of Greek